Fake news και θεωρίες συνωμοσίας: Γιατί κάποιοι επιμένουν να τα πιστεύουν

«Τα εμβόλια περιέχουν μικροτσίπ», «η πανδημία ήταν ψεύτικη και δημιουργήθηκε σκόπιμα». Αυτές ήταν μόλις μερικές από τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο και κατάφεραν να πείσουν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Παρότι πλέον τα lockdowns και η πανδημία ανήκουν στο παρελθόν, κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είμαστε μέρος ενός «πειράματος», παραμένοντας διστακτικοί απέναντι στον εμβολιασμό. Έχουν, όμως, αυτοί οι άνθρωποι κάποια κοινά χαρακτηριστικά;

Σύμφωνα με νεότερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS Global Public Health, οι άνθρωποι που είναι ευκολόπιστοι είναι λιγότερο ικανοί να αναγνωρίζουν τις ψεύτικες ειδήσεις και μαζί με τους δύσπιστους ενήλικες είναι πιο επιρρεπείς στο να πιστέψουν τις θεωρίες συνωμοσίας και εν τέλει να μην εμβολιαστούν. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, εάν χαθεί η εμπιστοσύνη στην επιστήμη, η ικανότητα μας να κατανοούμε και να αξιολογούμε σωστά τις κοινωνικές πληροφορίες θα επηρεαστεί σημαντικά, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, όχι μόνο ψυχολογικά, αλλά και σωματικά.

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν δύο μελέτες για να εξετάσουν το ρόλο της επιστημονικής εμπιστοσύνης στην ικανότητα των ανθρώπων να ξεχωρίζουν την αληθινή από την ψευδή είδηση και στην επιρροή τους στην ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας. Για να το διερευνήσουν, μέτρησαν δύο τύπους διαταραχής της εμπιστοσύνης: τη δυσπιστία (την τάση να απορρίπτουμε ή να αποφεύγουμε οποιαδήποτε πληροφορία) και την εύπιστη στάση (το να λαμβάνουμε πληροφορίες χωρίς να τις αξιολογούμε σωστά, κάτι που μας κάνει πιο ευάλωτους σε παραπληροφόρηση).

Στις δύο μελέτες συμμετείχαν 705 και 502 ενήλικες αντίστοιχα από το Ηνωμένο Βασίλειο, συμπληρώνοντας διαδικτυακά ερωτηματολόγια. Όπως απέδειξαν τα αποτελέσματα, οι άνθρωποι που είναι πιο εύπιστοι δυσκολεύονται να διακρίνουν τις ψευδείς ειδήσεις από τις πραγματικές και είναι πιο πιθανό να πιστεύουν τα λεγόμενα fake news, ειδικά σχετικά με την COVID-19, καθώς και με την αναποφασιστικότητα για τα εμβόλια.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι οι αποτελεσματικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας θα πρέπει να αντιμετωπίζουν άμεσα και να επιχειρούν να αντιστρέψουν τη δυσπιστία. Μελλοντικές μελέτες είναι επίσης απαραίτητες για να διερευνηθεί κατά πόσον τα ευρήματα γενικεύονται σε άτομα που ζουν σε άλλες χώρες.

«Η μελέτη μας επιδίωξε να διερευνήσει τις κοινωνικο-γνωστικές διαδικασίες που σχετίζονται με δύο από τα πιο επείγοντα ζητήματα της παγκόσμιας δημόσιας υγείας στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή: την ανησυχητική εξάπλωση των ψευδών ειδήσεων και τη διάσπαση της συλλογικής εμπιστοσύνης στις πηγές πληροφόρησης. Η έρευνά μας επιδιώκει να διερευνήσει πιθανούς ψυχολογικούς μηχανισμούς που λειτουργούν στη διαμόρφωση των αντιδράσεων των ατόμων στις δημόσιες πληροφορίες» εξηγούν οι ερευνητές.