Στα άδυτα της Μυκόνου by Νίκος Μαστοράκης

Πεντάστερα ξενοδοχεία και παράνομα καταλύματα, κοσμικές παραλίες και υπόκοσμος, όμορφα πλήθη και καθάρματα στην ταινία «Mykonos, The Soul of an island» για τη λαμπερή και σκοτεινή όψη του «νησιού των ανέμων»

Μέσα από τον φακό η μία εποχή διαδέχεται την άλλη. Οι παραλίες γεμάτες κόσμο και οι παραλίες έρημες. Ξέφρενα καλοκαιρινά πάρτυ και φθινοπωρινή γαλήνη. Ραγδαία επιχειρηματική ανάπτυξη και άφθονο μαύρο χρήμα. Πεντάστερα ξενοδοχεία και μικρά σοκάκια. Αυτές οι αντιθέσεις είναι το σημείο στο οποίο ακροβατούσε και θα ακροβατεί πάντα το Νησί των Ανέμων. Η Μύκονος που λατρεύουμε και μισούμε ταυτόχρονα. Ο παράδεισος που θα λειτουργεί πάντα σαν στρατόπεδο εκπαίδευσης των wannabe stars και των party animals αλλά και ως καταφύγιο των βαθύπλουτων του πλανήτη που επιθυμούν απομόνωση, ηρεμία και μαγικά τοπία. Από την αρχαιότητα, άλλωστε, η Μύκονος ήταν ο τόπος που επέλεξε ο Δίας για να συγκρουστεί με τους Τιτάνες.

Μέσα από μια τέτοια οπτική -διερευνητική, διεισδυτική, καλοπροαίρετη και διαφορετική- ο Νίκος Μαστοράκης επιχείρησε με αυτοσχέδια απλότητα να δημιουργήσει ένα φιλμ μεγάλου μήκους με τίτλο «Mykonos, Τhe Soul of an Island», το οποίο κάνει πρεμιέρα αύριο στην CΟSMOTE TV (στην υπηρεσία COSMOTE Cinema On Demand). Το φιλμ έχει ήδη βραβευτεί σε δύο διεθνή φεστιβάλ και έχει συνολικά πέντε επίσημες υποψηφιότητες ήδη (στα Docs Without Borders, Hollywood Independent και IndieFEST Film Awards και έχει κερδίσει το Award of Merit στο Accolade Global Film Competition και το Best Documentary στο Los Angeles Independent Film Festival).

Το ερώτημα που αποπειράται να απαντήσει είναι κατά πόσο έχει χάσει την ψυχή της η Μύκονος. Σε αυτό οι απαντήσεις δίνονται μέσα από μια απροκάλυπτα ειλικρινή αφήγηση των όσων συνθέτουν το καλοκαιρινό πρόσωπο του νησιού και καλύπτει όλο το φάσμα διαφορετικών κοινωνιών, από τους βαθύπλουτους Ρώσους, Aραβες, Τούρκους των πεντάστερων beach bars στους παράνομους μετανάστες της αυθαίρετης δόμησης – και από τις λαμπερές προσωπικότητες των σταρ στον σκοτεινό υπόκοσμο των ναρκωτικών, της ανομίας και της παραβατικότητας.
Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, το συγκεκριμένο φιλμ δεν προσπαθεί να γίνει καταγγελτικό, δεν πρόκειται να λειτουργήσει σε βάρος του μύθου της Μυκόνου, ούτε θα μείνει στα σκοτεινά σημεία της, τα οποία προβάλλονται μαζί με τις ομορφιές και τη μαγική επίδρασή της στους επισκέπτες. Είναι παράλληλα και τρυφερό, νοσταλγικό, ρομαντικό, δίκαιο προς όλους και φιλοξενεί συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές των εντυπωσιακών πρωτοσέλιδων αλλά και μαγικές εικόνες που δικαιώνουν την ερωτική σχέση του επισκέπτη με τη Μύκονο.

Μιλώντας στο «thema people» ο Νίκος Μαστοράκης απέφυγε να το περιγράψει ως ντοκιμαντέρ και επέλεξε τον όρο «φιλμ μεγάλου μήκους» προσυπογράφοντας τη φιλοσοφία του Μάικλ Μουρ ο οποίος δεν δέχεται ότι υπάρχουν σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ αλλά ότι κάθε σκηνοθέτης είναι film maker. «Ξεχνάμε τον ξεπερασμένο όρο “ντοκιμαντέρ”, προτιμώ έστω και παλιακό, τον όρο “cinéma vérité”, όπου ο filmmaker (που εδώ είναι ο σκηνοθέτης – παραγωγός – σεναρίστας) γράφει το σενάριο, αφού έχει γυρίσει το φιλμ. Επομένως, μυθοπλασία μηδέν, όταν έχεις στο πιάτο τόσες μικρές ζουμερές, ορεκτικές, χορταστικές, δελεαστικές ιστορίες».

Οι εικόνες είναι μαγικές, όπως το ίδιο το νησί άλλωστε, ενώ η κινηματογράφηση δεν έγινε με τα συνήθη βαριά και ογκώδη μηχανήματα αλλά με iPhone, drones και μικροκάμερες. «Είναι ένα φιλμ-περιπέτεια τόσο γι’ αυτούς που το έκαναν όσο και γι’ αυτούς που θα το δουν. Ενα μαγικό ταξίδι σε μια Μύκονο που κάποιος ξέρει, κάποιος έχει ακούσει, άλλος υποψιάζεται ή δεν τη γνώρισε ποτέ. Δεν παρουσιάζεται μόνο η πλευρά του νησιού με τα πεντάστερα, τις γεμάτες παραλίες και τα κλαμπ. Εχει και τη σκοτεινή πλευρά και την ανομία. Ουσιαστικά είναι ένας μικρόκοσμος της δικής μας μεγαλύτερης κοινωνίας. Ολοι οι καλοί και οι κακοί χωράνε. Δεν υπάρχουν σκάνδαλα και συγκλονιστικές αποκαλύψεις ούτε επιθέσεις. Το μόνο που καταφέραμε είναι να πούμε την αλήθεια δίχως να μας ενδιαφέρει ποιον θα θίξει. Συγκινηθήκαμε και συγκινούμε». Τι μένει; Μάλλον μια γλυκιά γεύση αφού, όπως ισχυρίζεται ο Μαστοράκης, «όταν τελειώσει το φιλμ, αυτός που το είδε θα θέλει ένα και μόνο πράγμα, να πάει στη Μύκονο το καλοκαίρι».

Πώς γεννήθηκε, όμως, μια τέτοια ιδέα και τι ήταν αυτό που οδήγησε, τον ίδιο και τους συνεργάτες του να μπουν σε μια διαδικασία να καταγράψουν με λεπτομέρειες την εικόνα της Μυκόνου; «Βομβαρδίστηκαν οι αισθήσεις μου (και κυρίως η έκτη) διαβάζοντας “πρωτο-θεματικό” Φρίξο Δρακοντίδη και Βασίλη Μπόνιο. Τα προκλητικά τους ρεπορτάζ μου χτύπησαν καμπανάκι, δεδομένου ότι η Μύκονος είναι και terra firma για μένα από τα 60s που πρωτοπήγα, αλλά και διεθνές αντικείμενο λατρείας, μίσους ή περιέργειας. Επομένως, είχα δύο σε ένα, συν την απέθαντη διάθεσή μου για έρευνα. Στην αρχή, βέβαια, το πήρα στην πλάκα, είπα “ε, μια-δυο μέρες γύρισμα και ό,τι βγει”. Οσο το έψαχνα τόσο περισσότερες μέρες, περισσότερα συνεργεία, περισσότερα μηχανήματα. Καταλήξαμε ακόμη και με 9 μποφόρ και τον αεροδιάδρομο κλειστό να κυνηγάμε σιωπές στη χειμερινή Μύκονο».

Πόσα, όμως, δεν γνωρίζουμε για ένα νησί το οποίο προβάλλεται έξι μήνες τον χρόνο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο και το οποίο οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε γευτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτόν της κραιπάλης ή αυτόν της απόλυτης αίσθησης του καλοκαιριού; Ισως πολλά, ίσως και τίποτα καθώς «επειδή το φιλμ δεν είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, ελπίζω ότι δεν θα μάθετε τίποτα αλλά θα δείτε όσα ήδη ξέρετε από διαφορετική οπτική και αισθητική γωνία. Το φιλμ μπορείς να πεις ότι είναι ερωτική επιστολή στο νησί. Χωρίς να του λείπουν η σκληρότητα όταν χρειάζεται και ο σαρκασμός όπου του πρέπει».

Για τον Μαστοράκη η Μύκονος είναι «ένα τεράστιο σύμπλεγμα συγκοινωνούντων δοχείων πληροφοριών. Μιλάς με κάποιον, μαθαίνεις κάτι, σε στέλνει σε άλλον, μαθαίνεις κάτι παραπάνω. Ετσι χτίστηκε το φιλμ, ξέφυγε από τα κωλαράκια των beach bars και τη συνήθη βλαχογκλαμουριά των εγχωρίων υπo-αστέρων και έγινε παραμύθι για μεγάλα παιδιά».

Του ζητώ να μου περιγράψει τη Μύκονο με μία λέξη, αλλά το βρίσκει αδύνατο: «Η Μύκονος δεν περιγράφεται με μία λέξη. Είναι σαν τις μεγάλες σταρ του σινεμά. Μπορείς να περιγράψεις τη Μέριλιν με μία λέξη; Εχει τόσα πολύτιμα και προκλητικά επίπεδα και τόση ομορφιά (που εξουδετερώνει τη μεγάλη της ασχήμια) που κόβει την ανάσα του επισκέπτη, είναι ερωτική γιατί δεν γίνεται να μην ξαναπάς και είναι sophisticated, αν και ασφυκτικά πολιορκημένη από ανόητα, πλην εκθαμβωτικά όμορφα, πλήθη».

Η σχέση του με το νησί μετράει πολλά χρόνια: «Μεγάλος έρωτας από τότε που η Μύκονος είχε μόνο ένα ξενοδοχείο. Το μόνο που άλλαξε από τότε είναι η απέχθειά μου για τη θερινή Μύκονο των ασυμμάζευτων ορδών και της καταναγκαστικής EDM δήθεν διασκέδασης. Δώσε μου άνοιξη (αλλά όχι Πάσχα με faux μουράτους), δώσε μου Οκτώβρη και ο παλιός έρωτας καλά κρατεί». Επιμένει, όμως, ότι όποιος δει το φιλμ θα θέλει να επισκεφτεί το νησί. Λίγο οξύμωρο ή παράξενο ακούγεται από τη στιγμή που από τα αποσπάσματα είναι φανερό πως αποκαλύπτεται μια σκοτεινή πλευρά της καλοκαιρινής ζωής του. Η απάντησή του είναι πως «η Μύκονος είναι ο μικρόκοσμος της χώρας, συνεπώς έχει λάμψη αλλά και darkness, έχει χρήμα αλλά και φτώχεια, έχει ωραίους ανθρώπους αλλά έχει και καθάρματα. Και, κυρίως, έχει ελευθερία. Ο επισκέπτης (ξένος ή ντόπιος) θα βρει τον δρόμο του, θα κάνει αυτό που θέλει χωρίς κάποιος να του κουνάει το δάχτυλο, θα επιλέξει το σκοτάδι ή το φως, τη νύχτα ή τη μέρα, τις ξαπλώστρες των 120 ευρώ ή την αμμουδιά. Είναι το χαρμάνι όλων αυτών των αντίθετων δυνάμεων που κάνει τη Μύκονο γοητευτική και μαγική. Επειδή η Μύκονος είναι ένα τεράστιο λούνα παρκ για ενήλικες, όπου όλοι παίζουν χωρίς όρους και δίχως όρια και όλοι φεύγουν από το παιχνίδι κερδισμένοι».

mukonos1
mukonos2
mukonos3
mukonos4
mukonos5
mukonos6
Αφροδίτη Γραμμέλη
ΠΗΓΗ: www.protothema.gr