Πώς ο Γιάννης Τσίλης… συναντήθηκε με το γνήσιο λαϊκό τραγούδι! (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ)

Συνέντευξη στην Παρασκευή Δημοπούλου

Ο Γιάννης Τσίλης είναι η …απάντηση σε όσους αναρωτιούνται αν το λαϊκό τραγούδι έχει δυναμική στις μέρες μας, γιατί αγαπιέται δυνατά και γιατί αποτελεί αυθεντική έκφραση του Έλληνα…

Γιάννη, δεν είσαι Πατρινός. Και ξεκινώ με το συγκεκριμένο στοιχείο διότι παρόλα αυτά είσαι απ’ τα αγαπημένα …παιδιά της Πάτρας!

Όντως δεν είμαι Πατρινός. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κόρινθο και έφυγα από εκεί το 2002 πηγαίνοντας στην Αθήνα. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2007, ήρθα στην Πάτρα. Όλα για επαγγελματικό λόγο.


Πως ξεκίνησε αυτό το …ταξίδι;
Έχω προϊστορία από 10 χρονών. Ξεκίνησα να δουλεύω στα μπουζούκια από το 1986. Παίζοντας μόνο μπουζούκι, τότε, όχι τραγουδώντας. Αργότερα, στο στρατό, ανακάλυψα ότι …έχω «φωνή».

Υπήρχε στην οικογένεια η «φλέβα»;
Όχι, κανείς δεν ασχολείται με τη μουσική. Μου άρεσε πολύ το μπουζούκι, με πήγαν σε ένα δάσκαλο στην Κόρινθο και ο δάσκαλός μου σε έξι μήνες με πήρε δίπλα του, στο μαγαζί που δούλευε, και εκεί έκανα ένα …πράγμα σαν σόου.


Θυμάσαι πώς ένιωθες τότε;
Θυμάμαι πολύ καλά! Ήταν απίστευτα τα συναισθήματα. Πολύ τρακ. Αλλά ήταν μαγικό! Ο κόσμος ήταν θετικά έκπληκτος και όλο αυτό κράτησε περίπου για τρία με τέσσερα χρόνια! Ήμουν κάτι σαν …«φαινόμενο» στην κλειστή κοινωνία της Κορίνθου. Τελειώνοντας το σχολείο, και αφού είχα πάρει πτυχίο μουσικής, πήγα φαντάρος στη Ρόδο και εκεί με φώναξαν στη στρατιωτική μουσική και μου ζητήθηκε, για πρώτη φορά, να τραγουδήσω! Γι’ αυτό θεωρώ σημαδιακό τον στρατό για τη δουλειά μου.

Βρέθηκε κάποιος που σε «πήρε απ’ το χέρι» για να συνεχίσεις μετά στην πρωτεύουσα;
Όχι, ήταν δική μου επιλογή να ανέβω στην Αθήνα. Και πέρασα …μόνος μου από όλες τις οντισιόν. Πήγα καλοκαιράκι, μέσα στον Αύγουστο, στο «Μούσες», όπου ήταν ο Τάσσιος και ο Πάζης κι έκαναν πρόβες και αφού τραγούδησα μου είπαν ότι θα με ειδοποιούσαν. Όμως απέναντι από το «Μούσες» ήταν το «VIP ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ» και λέω: “δεν πάω και εκεί, τι έχω να χάσω;”. Και… με πήραν αμέσως για δουλειά! Συνεργάστηκα για δύο σεζόν, με τον Θάνο Καλλίρη, τον Γιώργο Μαρίνη και τον Τριαντάφυλλο. Ήταν πολύ σημαντική εμπειρία για μένα. Γνώρισα κόσμο και αρκετούς που αργότερα με βοήθησαν. Και μιλάμε για …άλλα χρόνια. Όταν δουλεύαμε, να φανταστείς, επτά ημέρες την εβδομάδα. Τότε ήταν και η συχνή συμμετοχή μου στο «Κοίτα τι έκανες» με την Σεμίνα Διγενή.

Και πότε και πώς προέκυψε η Πάτρα;
Ήρθα βόλτα το καλοκαίρι του 2005 και πήγα να διασκεδάσω στο καλοκαιρινό Χάραμα. Έπαθα σοκ με το που μπήκα σ’ αυτό τον χώρο! Ήθελα σαν τρελός να έρθω να δουλέψω εδώ. Συνάντησα το ίδιο κιόλας βράδυ τον ιδιοκτήτη του, τον κ. Στέφανο και του έδωσα μια κάρτα και ένα δικό μου cd που είχα στο αυτοκίνητο, ζητώντας του να μιλήσουμε αν προέκυπτε η ευκαιρία. Δυο χρόνια μετά, το 2007 δηλαδή, ήταν η στιγμή που έγινε αυτή η συνεργασία. Με την Λίζα Ανδρέου και τον Άκη Δείξιμο. Μία, πραγματικά υπέροχη σεζόν!

Και παρέμεινες στην Πάτρα «ερωτικός μετανάστης»;
Ναι! Το 2009 γνώρισα την γυναίκα μου και αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα εδώ. Η αλήθεια είναι ότι προτιμούσα την ποιότητα ζωής που σου παρείχε μια πόλη σαν την Πάτρα, σε αντίθεση με την Αθήνα. Γενικά, είμαι άνθρωπος της ησυχίας. Είναι πολύ βασικό για μένα. Βέβαια, λόγω δουλειάς, ταξίδευα πολύ. Γιατί πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει σε ένα σημείο. Είναι καλό να φεύγει και να επιστρέφει. Έτσι κρατιέται «ζωντανή» η σχέση με το κοινό του. Γιατί, και θα τους λείψεις, αλλά και θα έχεις την ευκαιρία να ψάξεις περισσότερο και κάθε φορά να τους δίνεις καινούργια και διαφορετικά πράγματα! Το 2011 βρέθηκα πρώτη φορά στο «ΜETROPOLIS», έπειτα στο «ΓΥΑΛΙΝΟ» με τον Λάμπρο Καρελά, την Λίζα Ανδρέου και τον Δημήτρη Κοντολάζο, ενώ το 2016 στην «ΠΑΡΙΖΙΑΝΑ». Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, είχα και πολλές άλλες εμφανίσεις εκτός Πάτρας.


Φέτος, πώς κύλησε η σεζόν;
Ήμουν μεταξύ Καλαμάτας και Πάτρας. Εμφανιζόμουν τέσσερις μήνες σε ένα πολύ όμορφο μαγαζί της Καλαμάτας, το «ΧΑΝΤΡΕΣ» και έπειτα επέστρεψα στην Πάτρα και στο «METROPOLIS» και τις …εδώ «ΧΑΝΤΡΕΣ». Αν και η σεζόν δεν τελείωσε ακόμα, ήταν εξαιρετική από κάθε άποψη!


Υπάρχουν διαφορές στο κοινό από πόλη σε πόλη;
Πιστεύω ότι υπάρχουν διαφορές στα ακούσματα. Αλλού, το κοινό θέλει τα πιο βαριά λαϊκά και αλλού το πιο ελαφρύ ρεπερτόριο. Εκεί που συνάντησα διαφορά, δυστυχώς, είναι στην ψυχολογία του κόσμου. Υπάρχουν μέρη που είναι πιο καλά οικονομικά, οπότε και οι άνθρωποι είναι πιο χαλαροί. Στην Καλαμάτα, για παράδειγμα, ο κόσμος έχει πολύ καλύτερη ψυχολογία σε σχέση με την Πάτρα και το βλέπεις όλη μέρα, στην αγορά και παντού. Κυκλοφορεί περισσότερο χρήμα! Αυτό και μόνο κάνει την διαφορά. Κι αυτό «φαίνεται» και στη νύχτα…


Πάμε πάλι σε σένα και στη συμμετοχή σου στο VOICE, όπου πέρασες και σε διεκδικούσαν ο Σάκης Ρουβάς και η Έλενα Παπαρίζου…
Ήταν πολύ ωραία εμπειρία και το έκανα συνειδητά για λόγους δουλειάς και
αναγνωρισιμότητας. Βέβαια, ήταν μια …υπόσχεση στα δυο πιτσιρίκια μου. Το βλέπαμε μαζί και με «πίεζαν» να πάω. Το είδα χαλαρά, σαν παιχνίδι περισσότερο. Είπα Αδαμαντίδη και όντως γύρισαν οι καρέκλες του Ρουβά και της Παπαρίζου, αλλά εγώ επέλεξα τον Σάκη!


Υπάρχουν σπουδαία ονόματα που έχεις συνεργαστεί. Υπάρχει κάτι που σου έχει μείνει έντονα από κάποια από αυτές τις συνεργασίες;
Ποιον θέλεις να ξεχωρίσω; Αδαμαντίδη, Κοντολάζο, Γονίδη, Άντζελα Δημητρίου, Κατερίνα Στανίση; Αυτοί και άλλοι πολλοί, όλοι τους άνθρωποι που σου χαρίζουν ξεχωριστές εμπειρίες. Θυμάμαι τον Θέμη Αδαμαντίδη, που τον αγαπώ πολύ σαν άνθρωπο και ταιριάζουν και τα «χνότα μας», να μου λέει …ευχαριστώ γιατί στο πρόγραμμα ερμήνευα δικά του τραγούδια που δεν ακουγόντουσαν, τότε, στα ραδιόφωνα. Δεν το περίμενε, αλλά εγώ είχα λατρεία σ’ αυτά τα τραγούδια. Αργότερα συνεργαστήκαμε κιόλας…


Πες μου ένα από αυτά…
Το «Πίνω για χάρη σου απόψε». Ένα τραγούδι που δεν έχει ακουστεί ακόμα. Έχω ζήσει απίστευτες στιγμές στο “VIP Σκυλάδικο”. Εκτός όμως από τον Αδαμαντίδη, υπήρξαν μοναδικές στιγμές που τραγουδώ μαζί με τον Τερζή, τον Αντύπα και πολλούς άλλους. Αλλά τότε δεν ήταν τα κινητά στη μορφή που είναι σήμερα και ο ηχολήπτης δεν τα έδωσε ή δεν σώθηκαν ποτέ!

Είσαι …λαϊκός τραγουδιστής και το λες με στόμφο. Γιατί;
Και μόνο λαϊκός! Δεν μου ταιριάζει μόνο στο ηχόχρωμα της φωνής αλλά και στα βιώματά μου. Από παιδί με εκφράζει. Μεγάλωσα μέσα στα μπουζούκια από δέκα ετών! Και να πω άλλο είδος, ακόμα και να το πω σωστά, δεν νομίζω ότι θα βάλω την ψυχή μου… Εγώ έχω μεγαλώσει με Στράτο Διονυσίου και όλους τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού.

Πλέον η εποχή το «σηκώνει» το λαϊκό τραγούδι;
To μάρκετινγκ της εποχής, όχι… Υπάρχει πόλεμος, και στα ραδιόφωνα, και στα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύεται το λαϊκό τραγούδι. Αν παρατηρήσεις, στα περισσότερα νέα λαϊκά τραγούδια δεν υπάρχει μπουζούκι. Τα μεγάλα ονόματα έχουν ροπή στο ελαφρολαϊκό, μπαίνουν στο καλούπι του να γίνουμε «Ευρώπη»! Για εμένα, λίγοι είναι οι λαϊκοί τραγουδιστές όπως ο Τερζής, ο Αδαμαντίδης, ο Μαργαρίτης, ο Μελάς. Οι άλλοι έρχονται πίσω… Όμως υπάρχουν νέες λαϊκές φωνές, αλλά είναι δύσκολο να προχωρήσουν με καθαρά λαϊκό ρεπερτόριο.


Πιστεύεις ότι το «ντέρτι» είναι ντεμοντέ;
Ε ναι! Πρέπει με το ζόρι να γίνουμε Ευρωπαίοι και στην κουλτούρα. Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ όμως. Γιατί και η νεολαία μπορεί να ακούει ξένη μουσική, αλλά όταν …μπει το: «Από το Βορρά μέχρι το Νότο» ξεσηκώνεται πραγματικά στην κυριολεξία! Κακά τα ψέματα, οι Έλληνες με λαϊκά θα διασκεδάζουν και θα εκφράζονται…


Τελειώνει η σεζόν. Τι είναι εκείνο που άμεσα θα «τρέξεις»;

Έχω δυο νέα τραγούδια, των Άρη Παναγιωτόπουλου και Γιώργου Γιαννικόπουλου και θέλω να τα επικοινωνήσω στον κόσμο. Είναι το «Σ’ Αγάπησα» και το «Μη με προκαλείς». Πρώτα από όλα αυτό. Έπειτα, ασχολούμαι και με τις συζητήσεις για την καλοκαιρινή σεζόν…

Κλείνοντας, Γιάννη, υπάρχει κάποιο τραγούδι που έχεις «ζηλέψει» και θα ήθελες να το είχες πει πρώτος;
Έχω ένα όνειρο: Να μπορούσα να τραγουδήσω, κάποτε, ένα τραγούδι από τον σπουδαίο συνθέτη Κυριάκο Παπαδόπουλο! Όσον αφορά στην ερώτησή σου, Παρασκευή, “αν ήθελα να είχα πει κάποιο εγώ πρώτος”, η απάντηση είναι ναι. Και είναι το αγαπημένο μου από αυτόν τον συνθέτη, το «Έτσι σ ‘αγάπησα» του επίσης αγαπημένου ερμηνευτή, Βασίλη Καρρά!