Σίγουρα είναι από τα πρόσωπα που φέτος ξεχωρίζουν στην ελληνική τηλεόραση. Με τον ρόλο του ως Κώστας Μιχελάκης στον «ΣΑΣΜΟ», στον Alpha, έχει κερδίσει το τηλεοπτικό κοινό και όχι τυχαία.
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς γεννήθηκε στην Πάτρα, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και έχει αποφοιτήσει από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στο θέατρο έχει συμμετάσχει σε σπουδαίες παραστάσεις όπως: «Οιδίπους Τύραννος», «Το τέλειο έγκλημα», «Η κυρία της νύχτας», κ.α.
Στην τηλεόραση σφράγισε με την παρουσία του σειρές όπως: «Εμείς κι Εμείς» (Mega), «Η Πρόβα του Νυφικού» (ANT1), «Να με προσέχεις» (Mega), «Άκρως οικογενειακόν» (ΑΝΤ1), «Ίχνη» (Mega), «Άγριες Μέλισσες» (ANT1) και «Σασμός» (Alpha).
Πέρα από την υποκριτική και παρά τις αυξημένες υποχρεώσεις των γυρισμάτων, ο Δημήτρης πετυχαίνει πάντα να βρίσκει τον χρόνο να δημιουργεί αποδεικνύοντας το ταλέντο του και στην σκηνοθεσία.
Μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο είχε ανεβάσει την «Μήδεια» στο Θέατρο Μπάγκειον της πλατείας Ομονοίας, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία!
Μάλιστα αυτές τις μέρες έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στην Πάτρα μία από τις πιο πετυχημένες και αγαπημένες παραστάσεις του. Το έργο «Αγαμέμνων», του Γιάννη Ρίτσου, που παίζεται στο θέατρο «Λιθογραφείον».
Δημήτρη, καταρχάς θέλουμε τις ευχές σου για το νέο έτος που διανύουμε…
Μια λέξη μόνο: υγεία! Νομίζω πως και ο τελευταίος κάτοικος αυτού του πλανήτη κατάλαβε πια πως η υγεία του ανθρώπου είναι το ευαίσθητο σημείο του. Η αχίλλειος πτέρνα μας. Μακάρι να είναι η χρονιά που θα λυτρωθούμε απ’ αυτήν την απειλή και θα μπορέσουμε να ξανα-αγκαλιάσουμε τους αγαπημένους μας!
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είσαι βέρος Πατρινός; Πέρα από την καταγωγή σου τι σε συνδέει με την πόλη της Πάτρας;
Ναι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα, έφυγα για τις σπουδές μου από την πόλη, αλλά ποτέ δεν έκοψα τις επαφές μου και σχεδόν μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ Πάτρας και Αθήνας. Εδώ είναι οι δικοί μου, οι παιδικοί μου φίλοι, και η Πάτρα είναι για μένα μια πόλη που με αποφορτίζει από την ένταση και το μέγεθος της Αθήνας. Βοηθάει και το ότι είναι τόσο κοντά οι δύο πόλεις, σε κάθε ευκαιρία είναι πολύ εύκολο να έρθω έστω και για λίγο. Η Αθήνα έγινε σπίτι μου με τα χρόνια και μέσω της δουλειάς μου, η Πάτρα όμως είναι το… σπίτι μου.
Έχεις αξιοσημείωτη διαδρομή στο θέατρο και στην τηλεόραση, ποιος είναι ο ρόλος που πιστεύεις ότι σε καθιέρωσε στο ευρύ κοινό;
Ο πρώτος ρόλος που έφερε μια σχετική αναγνωρισιμότητα ήταν ο οδοντίατρος στο «άκρως οικογενειακόν», από τότε όμως πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς τηλεόραση. Κάποιοι ρόλοι στο θέατρο είχαν σημαντική απήχηση και ο κόσμος τους θυμόταν για αρκετά μεγάλο διάστημα. Όμως η πραγματική αναγνώριση συμβαίνει τώρα με τον «Σασμό». Ο τρόπος που ο κόσμος ανταποκρίνεται σε μια σειρά που έχει κερδίσει την καρδιά του, είναι θαυμαστός, δεν υπάρχει μέρα που να μην εισπράξω έστω και μια εκδήλωση αγάπης από κάποιον άγνωστο στο δρόμο. Κι αυτό είναι συγκινητικό, είναι ίσως η μεγαλύτερη… πληρωμή για έναν καλλιτέχνη!
O «Σασμός» πώς προέκυψε;
Η αρχή έγινε όταν έλαβα μια πρόσκληση να συμμετάσχω στις «Άγριες μέλισσες». Αυτή η συμμετοχή μου έδωσε πολλή χαρά και την ευκαιρία να επανασυστηθώ στο τηλεοπτικό περιβάλλον. Μετά τον ρόλο μου εκεί μου ζήτησαν να κάνω μια σειρά από δοκιμαστικά για τον Σασμό.
«Σασμός»… μιλάμε για την απόλυτη τηλεοπτική επιτυχία για φέτος. Ήταν κάτι που «φαινόταν» σε εσάς τους συντελεστές, από την αρχή;
Αυτό ποτέ δεν μπορείς να το γνωρίζεις εκ των προτέρων. Είχαμε διαβάσει το σενάριο κι είπαμε όλοι ότι είναι πολύ ενδιαφέρον, είχαμε μια καλή ιστορία στα χέρια μας, και κυρίως ένα πολύ καλό βιβλίο που την ενέπνευσε, αλλά δεν ξέρεις την απήχηση που θα έχει αυτό που κάνεις. Κάνεις το καλύτερο που μπορείς με εντιμότητα και περιμένεις. Νομίζω πως η σειρά έχει μια εντιμότητα που σε κερδίζει.
Η επιτυχία αυτή θα συνοδευτεί και από δεύτερη σεζόν; Θα αργήσουμε να δούμε τον τελικό Σασμό;
Αυτό δεν το ξέρουμε ούτε εμείς που παίζουμε στη σειρά. Πιστεύω πως η παραγωγή πρέπει να εκτιμήσει πολλά πράγματα για να αποφασίσει αν συμφέρει μια δεύτερη σαιζόν, γιατί πάντα αυτό περιέχει ένα ρίσκο. Όλα δείχνουν πως η σειρά έχει την δυναμική για να συνεχιστεί, αλλά επισήμως δεν έχουμε ακόμα κάποια πληροφορία.
Οι νοοτροπίες της Κρήτης είναι αρκετά ακραίες, πιστεύεις ότι μπορεί και να τις συναντήσει κανείς και σε άλλες επαρχίες, όπως η δική μας; Υπάρχουν κοινά;
Όπως φαίνεται η εποχή μας έχει σκοτεινιάσει πολύ. Συναντάμε τέτοιες νοοτροπίες και περιστατικά παντού στην Ελλάδα. Δεν είναι «προνόμιο» κάποιων απομακρυσμένων χωριών ο φόνος, η βία , η βεντέτα, η αυτοδικία. Δυστυχώς οι δυο τελευταίες δεκαετίες έβγαλαν ακρότητες στην επιφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, μάθαμε να ακούμε καθημερινά τέτοιες ειδήσεις και σχεδόν να εξοικειωνόμαστε μ’ αυτές. Ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να ανησυχούμε που αυτές οι συμπεριφορές πολλαπλασιάζονται. Οι ειδήσεις δεν είναι μια εκπομπή που την παρακολουθούμε για να περάσει η ώρα. Νομίζω πως πρέπει να αλλάξει ο Νόμος, το Δίκαιο, γιατί κανείς δεν του δίνει σημασία πια.
Ως Κώστας Μιχελάκης, άσκησες σωματική βία στην Άσπα… Αυτό έρχεται σε μία περίοδο που το θέμα την κακοποίησης των γυναικών απασχολεί έντονα. Πώς το βιώνεις εσύ που ενσαρκώνεις κάτι τέτοιο, αλλά και, αλήθεια, πόσο εφικτό πιστεύεις ότι είναι για ένα ζευγάρι να τα «ξαναβρεί» μετά από ένα τέτοιο γεγονός, όπως παρακολουθούμε να συμβαίνει, προς το παρόν, στη σειρά;
Είναι δύσκολο να παίξεις κάτι τόσο άγριο και αποκρουστικό. Το θετικό που μπορεί να βγει μέσα από ένα τέτοιο ρόλο είναι η ευαισθητοποίηση, το γεγονός ότι θίγεται ένα χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας. Οπότε από αυτή τη σκοπιά ναι, με χαροποιεί που στέλνω ένα μήνυμα με το ρόλο μου. Προσωπικά πιστεύω πως η βία δεν σταματάει στη μία φορά. Αν θέλουμε να δώσουμε ένα ολοκληρωμένο μήνυμα για το πώς αντιμετωπίζει μια γυναίκα τέτοιες συμπεριφορές, τότε νομίζω πως ο Κώστας πρέπει να δικαστεί και να τιμωρηθεί. Η επανασύνδεση θολώνει το τοπίο. Πιστεύω πως αργά ή γρήγορα ο Κώστας θα δείξει πάλι το πραγματικό του πρόσωπο. Κι αυτή τη φορά δεν θα έχει καμία δικαιολογία.
Αυτή την περίοδο παράλληλα με τον «Σασμό» σκηνοθετείς και την παράσταση “Αγαμέμνων” του Γιάννη Ρίτσου, στην Πάτρα…
Είναι μια πρόταση του ηθοποιού Γεράσιμου Σοφιανού. Όταν μου το πρότεινε και διάβασα αυτό το σπουδαίο κείμενο, ανακάλυψα τον Ρίτσο από την αρχή, είδα την άλλη πλευρά αυτού του σπουδαίου ποιητή, και την τολμηρή του απόπειρα να «κατεβάσει» τον Αγαμέμνονα από το βάθρο του και να τον κάνει έναν ταπεινό άνθρωπο που αποκτά ξανά το μέγεθός του όχι με την εξουσία και την ιδιότητα του μεγάλου στρατηγού και άρχοντα αλλά με την εξομολόγησή του. Όταν ένας αρχετυπικός ήρωας, ένας μεγάλος ηγέτης, ένας μύθος, απογυμνώνεται και ρίχνει τις μάσκες, η στιγμή αποκτά μια ιερότητα, εξομοιώνεται με τον άνθρωπο δίπλα του και γίνεται ένας από μας, δικός μας. Αυτή η πορεία προς την αυτογνωσία, αυτά τα τελευταία βήματα μιας εμβληματικής μορφής και την πορεία της προς το τέλος, ήθελα να τα κάνω παράσταση. Και αυτό ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινηθήκαμε για να δημιουργήσουμε την παράσταση. Σίγουρα ο Ρίτσος μας έδωσε μια ουσιαστική εμπειρία, ελπίζω να την δώσουμε κι εμείς με τη σειρά μας στον κόσμο που θα δει την παράσταση.
Ποια η γνώμη σου για το θεατρικό γίγνεσθαι της Πάτρας; Υπάρχουν πράγματα αξιοσημείωτα και πράγματα που λείπουν;
Νομίζω πως υπάρχουν αξιοσημείωτες προσπάθειες στην πόλη, μην ξεχνάμε ότι έχει ένα από τα καλύτερα ΔΗΠΕΘΕ, που πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να προτείνει, και οφείλει να συστήνει στο κοινό το καλό θέατρο, κλασσικό και σύγχρονο. Υπάρχουν πρωτοβουλίες καλλιτεχνικές πέρα από την πρώτη σκηνή της πόλης, οι οποίες πολύ συχνά είναι αξιόλογες και βέβαια η Πάτρα έχει ένα πλήθος ερασιτεχνικών θιάσων που παράγουν έργο κάθε χρόνο. Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται προσοχή. Το ερασιτεχνικό θέατρο είναι ένας όμορφος θεσμός όσο είναι συνειδητά «ερασιτεχνικό» και δεν διεκδικεί ρόλους ανταγωνιστικούς και αξιώσεις επαγγελματικές. Το ερασιτεχνικό θέατρο οφείλει να διδάσκεται κι όχι να υποδεικνύει, να έχει δηλαδή την αυταπάτη ότι μπορεί να καθοδηγήσει και να διαμορφώσει καλλιτεχνική αισθητική και συνείδηση. Το λέω γιατί έχει κατά καιρούς παρατηρηθεί τέτοιο φαινόμενο, το οποίο εκθέτει αυτούς που το κάνουν και διαστρεβλώνει το κριτήριο του κοινού.
Τι άλλο ετοιμάζεις για το 2022;
Αυτόν τον καιρό κάνω πρόβες για τον «Μόμπι Ντικ» , το μιούζικαλ του Δημήτρη Παπαδημητρίου που θα ανεβεί στο Christmas Theatre τον Φεβρουάριο. Είναι μια υπερπαραγωγή της Στέγης Γραμμάτων που είχε διακοπεί πριν δυο χρόνια λόγω κορωνοιού, και επανέρχεται, παρά τις αντίξοες συνθήκες που ακόμα προκύπτουν καθημερινά. Επίσης μετά την «Μήδεια» , έχει έρθει η ώρα να βάλουμε μπροστά για μια νέα παράσταση με την ίδια ομάδα. Πολύ σύντομα ελπίζω πως θα μπορούμε να ανακοινώσουμε κάτι ενδιαφέρον.
.
,
.