Ένας έρωτας που κράτησε για μια ολόκληρη ζωή και μια ανυπέρβλητη συνδρομή στον αγώνα των δικαιωμάτων…
Συγγραφέας, διανοούμενη, φεμινίστρια, ακτιβίστρια, μούσα ζωής του υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πολ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες μορφές του 20ού αιώνα.
Η Σιμόν Λουσία Ερνεστίν Μαρία Μπερτράν ντε Μποβουάρ γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908, στη λεωφόρο Ρασπάιλ των Παρισίων. Σπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου εντυπωσιάζει τους πάντες τόσο με την πρώιμη γοητεία της, όσο και με τον δυνατό της νου.
Σπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου εντυπωσιάζει τους πάντες τόσο με την πρώιμη γοητεία της, όσο και με τον δυνατό της νου.
Έγραψε για τις γυναίκες με μοναδικό τρόπο. Τα αποφθέγματά της είναι διάσημα ακόμα και σήμερα:
Μία γυναίκα νιώθει πως γέρασε, από τη στιγμή που οι άλλοι παύουν να την κακολογούν.
Το να κερδίσεις έναν άντρα είναι τέχνη. Το να τον κρατήσεις είναι επάγγελμα.
Κάποιες μέρες ο Θεός μοιάζει τόσο μακρινός, που μοιάζει απών.
Δεν γεννιέσαι γυναίκα. Γίνεσαι.
Είναι τα γηρατειά μάλλον παρά ο θάνατος που είναι το αντίθετο της ζωής.
Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής, ενώ ο θάνατος μετατρέπει τη ζωή σε πεπρωμένο.
Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει.
Τους αρέσει να σκοτώνουν το χρόνο τους περιμένοντας το χρόνο να τους σκοτώσει.
Το παρόν δεν είναι ένα εν δυνάμει παρελθόν. Είναι η στιγμή της επιλογής και της δράσης.
Η ομορφιά έχει να πει ακόμα πιο λίγα και από την ευτυχία.
Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτήν.
Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα. Μη στοιχηματίζεις στο μέλλον, ενέργησε τώρα χωρίς καθυστέρηση.
Ένας έρωτας που κράτησε όσο μια ζωή, ένας διαρκής αγώνας για τα δικαιώματα
Στα 21 της, γνώρισε τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, το μόνο συμφοιτητή της που έμελλε να αποφοιτήσει με υψηλότερο βαθμό από το δικό της. Την πολιορκεί αγρίως ο Ρενέ Μαέ, στενός φίλος του Σαρτρ, ο οποίος της δώρισε το περιλάλητο παρωνύμιό της «Κάστορας», παίζοντας με την ομοιότητα του επωνύμου Beauvoir με το beaver (κάστορας στα αγγλικά). Ωστόσο η Σιμόν δεν ενδίδει στον Μαέ, αλλά στον, ομολογουμένως κακοφτιαγμένο, Ζαν-Πολ.
«Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει ήταν να πεθάνει» είπε για τον Ανθρωπάκο της, όπως αποκαλούσε τον Σαρτρ η Σιμόν. Μετά το θάνατο του Σαρτρ το 1980 από πνευμονικό οίδημα, ξέσπασε ένας σφοδρός πόλεμος ανάμεσα στη Σιμόν και σε μερικές από τις άλλες γυναίκες του σταρ της φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίων και η υιοθετημένη κόρη του, η Αρλέτ Ελκάιμ Σαρτρ, που με μια ανοιχτή επιστολή της προς την Μποβουάρ, δημοσιευμένη στην «Liberation», την κατηγορεί ότι καπηλεύτηκε βάναυσα το θάνατό του, ότι ποδοπάτησε τα πρόσωπα που αγάπησε ο Σαρτρ, ότι από πολύ καιρό πριν του φερόταν σαν να είναι ήδη νεκρός. Η Μποβουάρ δεν απάντησε, αλλά ύστερα από δυο χρόνια έδωσε στη δημοσιότητα τις επιστολές του Σαρτρ προς αυτή, θέλοντας να αποδείξει πόσο πολύτιμη του ήταν και πόσο του είχε σταθεί.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ με την Σιμόν ντε Μποβουάρ
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 αφιερώθηκε στο γράψιμο. Το 1945 η Μποβουάρ με τον Σαρτρ άρχισαν να εκδίδουν την αριστερή επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Σαν αντι-αποικιοκράτες τη δεκαετία του ’50 υποστήριξαν τον αγώνα των Αλγερινών και των Βιετναμέζων για ανεξαρτησία από τη Γαλλία. Αρχικά το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και προσκλήθηκε επίσημα στη Μόσχα και στο Πεκίνο, αλλά έπειτα από τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία (το 1956), στράφηκαν στη διδασκαλία του Μάο.
Το 1960 προσκλήθηκαν στην Κούβα του Κάστρο. Την ταραγμένη, «επαναστατική» δεκαετία του ’60 η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπήρξε πρωθιέρεια της ανατροπής. Το 1962, η ζωή της Μποβουάρ τέθηκε σε κίνδυνο επειδή μίλησε ανοιχτά ενάντια στην κακοποίηση μιας αλγερινής από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής. Το 1967 ταξίδεψε στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Κατόπιν, με ορμητήριο το περίφημο παρισινό καφέ Les Deux Magots, πρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του 1968. Εκφώνησε πύρινους λόγους και μαζί με τον Σαρτρ και τους σκηνοθέτες Ζαν Λυκ Γκοντάρ και Λουί Μαλ, διένειμαν δωρεάν στους δρόμους την εξτρεμιστική μαοϊκή εφημερίδα «Η υπόθεση του λαού».
Στη δεκαετία του ’70, η Μποβουάρ συμμετείχε σε διαδηλώσεις για το δικαίωμα στη νόμιμη έκτρωση και υπέγραψε το διάσημο κείμενο των 342 επώνυμων γυναικών που δήλωναν ότι είχαν καταφύγει σε παράνομη έκτρωση. Προώθησε όσο λίγες γυναίκες την υπόθεση των δικαιωμάτων των γυναικών. Οι Γαλλίδες χρειάστηκε να αγωνιστούν μέχρι το 1975 για να κατακτήσουν το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση. Πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Σαρτρ, σε ηλικία 78 ετών. Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή μπόρεσε και έγραψε, «Στη ζωή μου είχα μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία: τη σχέση μου με τον Σαρτρ. Σε περισσότερο από τριάντα χρόνια, μόνο μια φορά πήγαμε για ύπνο τσακωμένοι».
Έγραψε σπουδαία βιβλία – βίβλους για τις γυναίκες όλου του κόσμου, με πιο διάσημο το εμβληματικό «Δεύτερο Φύλο». «Είναι ενοχλητικό όταν κατά τη διάρκεια μίας αόριστης συζήτησης ακούμε έναν άντρα να λέει: σκέφτεσαι έτσι επειδή είσαι γυναίκα», γράφει στο βιβλίο. «Γνωρίζω ότι η μόνη μου άμυνα είναι να απαντώ: “σκέφτομαι έτσι επειδή αυτή είναι η αλήθεια”. Με αυτήν την απάντηση μειώνω την υποκειμενικότητα της άποψής μου που θεωρείται δεδομένη λόγω του φύλου μου. Δεν θα είχε νόημα κι εγώ να απαντήσω: “κι εσύ σκέφτεσαι έτσι όπως σκέφτεσαι επειδή είσαι άντρας”, διότι αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι το να είσαι άντρας δεν αποτελεί κάτι ιδιαίτερο».